- επιξένωσις
- ἐπιξένωσις, ἡ (Α) [επιξενούμαι]επίσκεψη ξένου τόπου και επικοινωνία, σχέση με τους εκεί κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῑς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», Διόδ. Σικ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιξενώσεις — ἐπιξένωσις hospitable fem nom/voc pl (attic epic) ἐπιξένωσις hospitable fem nom/acc pl (attic) ἐπιξενόομαι to be entertained as aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιξενόομαι to be entertained as fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιξένωσιν — ἐπιξένωσις hospitable fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)